Πέμπτη 4 Ιουνίου 2020

«Ἄν ἤθελες νά ἔχεις δικά σου χέρια, τότε νά μήν γινόσουν παπάς!»




νοιξη τοῦ 1972. Ὥρα 2.30΄ τό ἀπόγευμα. Τό καραβάκι ἔφθασε μετά ἀπό ἀλλεπάλληλες στάσεις στά Καυσοκαλύβια· τελευταῖος του σταθμός. Οἱ ὑπεύθυνοι τοῦ πλοιαρίου ἔδεσαν τά σχοινιά στόν ἀρσανά καί τό ἀκινητοποίησαν.
Οἱ προσκυνητές, ἕνας ἕνας, πήδηξαν στήν στεριά. Ἀνάμεσά τους καί ἕνας ἀδύνατος ψηλός ρασοφόρος, νέος στήν ἡλικία, περίπου 25 χρονῶν. Ἀνέβαιναν ἀργά τήν ἀνηφόρα κοιτώντας ἀριστερά καί δεξιά τά παλιά κτίσματα τῆς Σκήτης.
Ὁ νεαρός ρασοφόρος ὅμως μέ βήμα ταχύ τούς προσπερνοῦσε, βάζοντας στόχο νά φθάσει γρήγορα στόν προορισμό του. Κάποια στιγμή σταμάτησε. Ξεδίπλωσε τό ράσο του καί τό φόρεσε. Κι ἄρχισε πάλι μέ βῆμα ταχύ νά περπατᾶ βιαστικός, νά θέλει νά φθάσει πρῶτος. Ποῦ;
Εἶχε ἀκούσει γιά κάποιον Γέροντα, τόν π.Συμεών, φημισμένο γιά τήν ἄσκηση καί τήν ἀρετή του καί μέ ἀγωνία καί χαρά ἤθελε νά πάει τόν βρεῖ γιά νά πάρει τήν εὐχή του.
Ἀφοῦ ἀπομακρύνθηκε ἀπό τούς ἄλλους προσκυνητές, ἔφθασε σ᾿ ἕνα παλιό πέτρινο κτήριο, σέ μιά μικρή αὐλή πού ἔφθανε μέχρι τόν γκρεμό. Ἀπό κάτω ἔχασκε ἡ θάλασσα. Μπροστά ἕνα ἁγιόκλημα εἶχε σκαρφαλώσει στό συρματόπλεγμα. Τοῖχος ὃλος εὐωδία καί χάρη.
Μιά βραχνή φωνή ἀπό μέσα μονολογοῦσε μέ δέος τήν εὐχή.
Σταμάτησε νά ἀφουγκραστεῖ καί νά ἀκολουθήσει τήν εὐχή πού ἔβγαινε ἀπό τά χείλη τοῦ Γέροντα. «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλό». Μέσα ἀπό μιά τρύπα, πού ἔκανε πέρα τά κλαδιά ἀπό τό ἁγιόκλημα, εἶδε τόν Γέροντα νά πηγαινοέρχεται ἱκετεύοντας τόν Χριστό. Σιγά σιγά ἔφθασε στήν ξύλινη καγκελόπορτα, τήν ὁποία σεβάστηκε τό ἁγιόκλημα καί δέν τήν εἶχε σκεπάσει.
Καθώς ὁ Γέροντας ἐπέστρεφε μέ τήν εὐχή στό στόμα, σήκωσε κάποια στιγμή τά μάτια του καί ἀντίκρισε τόν νεαρό.
«Καλῶς τονε, καλῶς τονε...», καί τάχυνε τό βῆμα του γιά νά᾿ρθει νά ἀνοίξει τήν πόρτα. Μόλις ἄνοιξε τήν ξύλινη καγκελόπορτα, ἔκανε μιά ἐδαφιαία μετάνοια. Καί σταυρώνοντας τίς παλάμες του ζήτησε νά πάρει εὐχή ἀπό τόν νεαρό ρασοφόρο. Ἐκεῖνος προσπάθησε νά ἀσπασθεῖ τό χέρι τοῦ Γέροντα. Κι αὐτός μέ μιά ἄγρια ματιά τοῦ λέγει τότε:
«Ἄκουσε, παιδί μου, ἄν ἤθελες νά ἔχεις δικά σου χέρια, τότε νά μή γινόσουν παπάς! Μέ ποιό δικαίωμα μοῦ στερεῖς τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία μεταδίδεται διά τῶν χειρῶν σου;».
Ὁ νεαρός τά᾿χασε. Καί δειλά δειλά ψέλλισε:
«Γέροντα, δέν εἶμαι παπάς, εἶμαι διάκονος».
Τοῦ λέγει τότε ὁ Γέροντας:
«Ἔ, δέν εἶσαι λοχαγός, εἶσαι ὑπολοχαγός. Τό ἴδιο κάνει!». Καί ἔλαβε τό χέρι τοῦ νεαροῦ διακόνου καί τό καταφιλοῦσε.
Τόν ἔβαλε νά καθίσει καί ἄρχισε νά τοῦ λέγει:
«Παιδί μου, ἦρθες νά δεῖς μοναχό, ἀλλά ἐγώ εἶμαι ἀμόναχος. Οἱ πατέρες μας ζοῦσαν σέ σπηλιές κι ἐμεῖς ζοῦμε σέ πέτρινα σπίτια. Ἐκεῖνοι τό βράδυ μελετοῦσαν μέ τό λυχναράκι κι ἐμεῖς μέ πολυτελεῖς γκαζόλαμπες. Ἐκεῖνοι τρέφονταν μέ ξερό παξιμάδι, ἐμεῖς μέ μαλακό ψωμί...».
Καί ἐνουθέτησε γιά λίγο τόν διάκονο γιά τό μέγα τῆς ἱεροσύνης μυστήριο καί γιά τήν ἐν Χριστῷ ζωή...
Ὁ Γέροντας ὅλη αὐτή τήν ὥρα ἦταν ὄρθιος μπροστά στόν διάκονο.
«Γέροντα, καθῆστε. Μήν στέκεστε ὄρθιος», τοῦ εἶπε κάποια στιγμή ὁ νεαρός κληρικός.
Κι ἐκεῖνος ἀπάντησε:
«Πῶς μπορεῖ ὁ στρατιώτης νά καθίσει μπροστά στόν ἀξιωματικό;». Καί συμπλήρωσε:
«Ἔρχεται τώρα τό καλογέρι γιά νά σέ κεράσει δροσερό νερό».
Ἀνοίγει τότε ἡ πόρτα καί ἔρχεται ἕνα γεροντάκι, ἀδύνατο, πάνω ἀπό ὀγδόντα ἐτῶν, μέ ἕναν δίσκο μέ ἕνα ποτήρι δροσερό νερό καί ἕνα γλυκό.
Ὁ διάκονος πῆρε τό γλυκό καί εὐχαρίστησε.
«Τήν εὐχή σου, Γέροντα. Νά εὔχεσαι γιά μένα» ψιθύρισε συγκινημένος.
Μέ δάκρυα στά μάτια ἔβαλε μιά μετάνοια καί ἀναχώρησε γεμάτος συντριβή.

ΦΙΛΑΓΙΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου