Πέμπτη 4 Ιουνίου 2020

Νά μήν ἐμπιστευόμαστε τά πνεύματα...

ὁσίου   Ἰγνατίου  Μπριαντσανίνωφ  (1807 - 1867)


πάρχουν περιπτώσεις πού ἅγιοι ἄγγελοι φανερώθηκαν σέ ἁμαρτωλούς ἀνθρώπους, ἀλλ᾽ αὐτό γινόταν πολύ σπάνια καί πάντα μέ εἰδική ἄδεια τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἐξαιρετικές αὐτές περιπτώσεις πού γίνονται μέ τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ ὅμως δέν πρέπει ν᾽ ἀνατρέψουν τό γενικό κανόνα πού ἰσχύει γιά μᾶς τούς ὑπόλοιπους. Ὁ κοινός κανόνας γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους εἶναι νά μήν ἐμπιστευόμαστε τά πνεύματα ὅταν φανερώνονται σωματικά, νά μήν μπλέξουμε σέ συνομιλία μαζί τους, νά μήν τούς δώσουμε προσοχή. Ν᾽ ἀντιληφθοῦμε πώς ἡ ἐμφάνισή τους εἶναι ἕνας πολύ μεγάλος κι ἐπικίνδυνος πειρασμός. Τήν ὥρα αὐτή τοῦ πειρασμοῦ ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά στρέψει τόν νοῦ καί τήν καρδιά του στόν Θεό μέ προσευχή, γιά νά τόν ἐλεήσει ὁ Θεός καί νά τόν προστατέψει.
Ἡ ἐπιθυμία νά δεῖ κανείς πνεύματα κι ἡ περιέργεια νά μάθει κάτι γι᾽ αὐτά ἤ ἀπ᾽ αὐτά, εἶναι σημάδι μεγίστης ἀνοησίας καί τέλειας ἄγνοιας τῆς παράδοσης τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ἡ γνώση τῶν πνευμάτων ἀποκτᾶται μέ τελείως διαφορετικό τρόπο ἀπ᾽ αὐτόν πού ὑποθέτει ἕνας ἄπειρος κι ἀπρόσεχτος πειραματιστής. Ἡ ἐλεύθερη ἐπικοινωνία μέ τά πνεύματα γιά τόν ἄπειρο ἄνθρωπο εἶναι ὁ μεγαλύτερος ὄλεθρος, ἤ μᾶλλον πηγή πολλῶν καταστροφῶν.

Ὁ θεόπνευστος συγγραφέας τῆς Γένεσης λέει πώς, μετά τήν πτώση τῶν πρώτων ἀνθρώπων (τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας), ὁ Θεός πού εἶχε προαναγγείλει τήν κρίση Του, τούς ἔφτιαξε δερμάτινους χιτῶνες καί τούς ἔντυσε (Γέν. γ´, 21) προτοῦ ἀκόμα ἐξοριστοῦν ἀπό τόν παράδεισο. Οἱ πατέρες ἐξηγοῦν (βλ. Ἰ. Δαμασκηνοῦ «Ἔκθεσις Ὀρθοδόξου Πίστεως», Γ´, 1) πώς οἱ δερμάτινοι αὐτοί χιτῶνες εἰκονίζουν τήν τραχιά σάρκα, ὅπως ἐξελίχτηκε τό σῶμα μετά τήν πτώση, ὁπότε ἔχασε τήν λεπτή φύση καί τήν πνευματικότητά του. Ἄν κι ἡ ἀρχική αἰτία γιά τήν ἀλλαγή αὐτή ἦταν ἡ πτώση, ὅμως ἡ ἀλλαγή ἔγινε μέ τήν πρωτοβουλία τοῦ παντοκράτορα Δημιουργοῦ, ἀπό τή μεγάλη Του εὐσπλαγχνία γιά μᾶς καί γιά τό μέγιστο καλό μας. Ἀνάμεσα στίς ἄλλες εὐεργετικές συνέπειες πού προκύπτουν ἀπό τή σημερινή σωματική μας κατάσταση, πρέπει νά ἐπισημάνουμε μία. Μέ τό νά ἐπιτρέψει ὁ Θεός τήν ἀλλαγή τοῦ σώματός μας σέ τραχύ καί σαρκικό, δέν μποροῦμε νά δοῦμε τά πνεύματα, στήν κυριαρχία τῶν ὁποίων πέσαμε. Ἄς τό ἐξηγήσουμε αὐτό:
Ἀποκτήσαμε μιά φυσική ροπή πρός τό πονηρό. Ἡ ροπή αὐτή εἶναι ἐγγενής στήν ἐκπεσμένη φύση. Εἶναι ἴδια περίπου μέ τήν κλίση τῶν δαιμόνων πρός τό κακό, ἀφοῦ «ἔγκειται ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ἐπιμελῶς ἐπί τά πονηρά ἐκ νεότητος αὐτοῦ» (Γέν. η´, 21). Ἄν καί μέσα μας εἶναι ἀνάμικτα τό καλό μέ τό κακό, μᾶς τραβάει, μᾶς ἕλκει τό κακό. Ἀπό κεῖ ξεκινᾶμε ν᾽ ἀλλάξουμε κατεύθυνση καί νά ὁδεύσουμε πρός τό ἀγαθό. Οἱ δαίμονες ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, εἶναι ὁλοκληρωτικά στραμμένοι πρός τό πονηρό. Ἄν βρισκόμασταν σέ διαρκή αἰσθητή ἐπικοινωνία μέ τούς δαίμονες, τότε αὐτοί θά διέφθειραν τούς ἀνθρώπους ὁλοκληρωτικά. Θά πρότειναν συνέχεια τό πονηρό, θά ὑποστήριζαν ἀνοιχτά κι ἀδιάκοπα τό κακό καί θά μᾶς δηλητηρίαζαν μέ τά παραδείγματα τῶν ἐγκληματικῶν καί ἐχθρικῶν ἐνεργειῶν τους πρός τόν Θεό. Θά ἦταν πολύ πιό εὔκολο γι᾽ αὐτούς νά τό ἐπιτύχουν αὐτό, ἀφοῦ ὁ ἐκπεσμένος ἄνθρωπος ρέπει πρός τό πονηρό, μιᾶς καί βρίσκεται σέ κατάσταση ὑποταγῆς στούς δαίμονες, τούς ἔχει παραδοθεῖ θεληματικά.

(Ἀπό τό βιβλίο «Τά Πνεύματα» τοῦ ὁσίου Ἰγνατίου Μπριαντσανίνωφ, Ἐκδόσεις Πέτρου Μπότση, σ.36-38)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου