(Ἀπό τόν βίο τοῦ ἁγίου ΙΣΑΑΚΙΟΥ τοῦ Ὁμολογητοῦ, κτίτορος τῆς Μονῆς τῶν Δαλμάτων, ἐν Κωνσταντινουπόλει)
Ὁ
ὅσιος πατήρ ἡμῶν Ἰσαάκιος ἦταν Σύρος ἀναχωρητής πού ζοῦσε στήν ἔρημο κατά τούς
χρόνους τοῦ διωγμοῦ τοῦ αὐτοκράτορα Οὐάλη (364-379) κατά τῶν ὀρθοδόξων. Τό 378,
ἐνῶ ὁ ἡγεμόνας ἑτοιμαζόταν νά ἐκστρατεύσει κατά τῶν Γότθων, οἱ ὁποῖοι
συγκεντρωμένοι μαζικά στίς ὄχθες τοῦ Δούναβη ἀπειλοῦσαν τήν Κωνσταντινούπολη, ὁ
ὅσιος Ἰσαάκιος, ἀνταποκρινόμενος σέ θεία παρακίνηση, παρουσιάσθηκε ἐνώπιον τοῦ
αὐτοκράτορα καί τοῦ εἶπε:
«Μεγαλειότατε, πρόσταξε νά ἀνοίξουν οἱ ἐκκλησίες
καί θά ἐπιστρέψεις νικητής».
Ὁ ἡγεμόνας, ὅμως, ἀπέστρεψε μέ περιφρόνηση τό
πρόσωπό του ἀπό αὐτόν.
Τήν
ἑπομένη, ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ στάθηκε πάλι μπροστά του καί ἐπανέλαβε τό αἴτημά
του, ἀλλά ὁ Οὐάλης τόν ἀγνόησε καί συνέχισε τόν δρόμο του. Τήν τρίτη ἡμέρα ὁ Ἰσαάκιος
τοῦ ἔκλεισε τόν δρόμο καί ἁρπάζοντας τό χαλινάρι τοῦ ἀλόγου του δέν ἔπαψε νά τοῦ
ζητᾶ τό ἴδιο πράγμα, ἄλλοτε παρακαλεστικά, ἄλλοτε μέ ἐπιτιμητικό τόνο. Ἔχοντας
φθάσει ἐκείνη τήν στιγμή σέ ἕνα βαθύ φαράγγι, γεμάτο ἀγκαθερούς θάμνους, ὁ αὐτοκράτορας
σκοτισμένος ἔδωσε ἐντολή στούς στρατιῶτες του νά ρίξουν ἐκεῖ τόν ὅσιο.
Μέ
τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἰσάακιος ἔπεσε μέσα στά ἀγκάθια σάν πάνω σέ πουπουλένιο
στρῶμα καί δύο λαμπροφόροι νέοι τόν ἔβγαλαν ἀπό ἐκεῖ καί τόν μετέφεραν εὐθύς
στήν Κωνσταντινούπολη, ἐν μέσῳ τῆς ἀγορᾶς, μπροστά στόν αὐτοκράτορα πού μόλις εἶχε
φθάσει. Κατάπληκτος ὁ Οὐάλης ζήτησε νά μάθει ἄν ἦταν ἐκεῖνος πού εἶχε διατάξει
νά ρίξουν στήν χαράδρα.
Ὁ
ὅσιος τοῦ εἶπε: «Ἄνοιξε τίς ἐκκλησίες καί θά ἐπιστρέψεις ἀπό τόν πόλεμο μέ χαρά.
Ἄν δέν τό κάνεις, νά ξέρεις, ὅτι ἀφοῦ τραπεῖς σέ φυγή, θά κρυφτεῖς σέ ἕναν ἀχυρώνα
καί ἐκεῖ θά καεῖς ἀπό τούς ἐχθρούς σου». Ὁ αὐτοκράτορας ἔφριξε ἀπό τήν ἀποκάλυψη
αὐτή, ὡστόσο δέν ἄλλαξε τήν γνώμη του καί ἀνέθεσε σέ δύο συγκλητικούς, τόν
Σατορνίνο καί τόν Βίκτωρα, νά φυλάγουν τόν Ἰσάακιο μέχρι νά ἐπιστρέψει.
Ἡ
μάχη δόθηκε κοντά στήν Ἀδριανούπολη, στίς 9 Αὐγούστου 378, καί τά αὐτοκρατορικά
στρατεύματα κατοτροπώθηκαν. Ὁ Οὐάλης κατόρθωσε νά γλυτώσει ἀπό τήν μάχη καί πῆγε
νά κρυφτεῖ μέ τόν πραιπόσιτό του σέ ἕναν ἀχυρώνα. Οἱ βάρβαροι πού τόν
καταδίωκαν τόν ἀνακάλυψαν ἐκεῖ καί ἔβαλαν φωτιά, καί ἔτσι ὁ τύραννος βρῆκε ἄθλιο
θάνατο, σύμφωνα μέ τήν προφητεία τοῦ Ἰσαακίου.
Ὅταν
ἐπέστρεψαν τά στρατεύματα πού εἶχαν διασωθεῖ ἀπό τήν σφαγή, ὁρισμένοι, θέλοντας
νά δοκιμάσουν τόν Ἰσάακιο τοῦ εἶπαν: «Ἑτοιμάσου νά δώσεις λόγο στόν αὐτοκράτορα
πού ἐπιστρέφει». Ἀλλά ὁ ἅγιος ἀποκρίθηκε: «Πᾶνε τώρα ἑπτά ἡμέρες πού ἔφθασε σέ
μένα ἡ ὀσμή ἀπό τά καμμένα κόκκαλά του».
Ὅταν
ὁ Θεοδόσιος ὁ Μέγας ἀνέλαβε τήν ἐξουσία, πληροφορούμενος γιά τόν ρόλο πού
διαδραμάτισε ὁ ὅσιος μοναχός, τοῦ ἔδωσε τήν ἐλευθερία του καί ἐξέδωσε διάταγμα
πού ἐπέτρεπε στούς ὀρθόδοξους χριστιανούς τήν χρήση τῶν ναῶν τους πού ἦταν ἀπαγορευμένη
ἐπί σαράντα χρόνια. [...]
(Νέος Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐκδ.ΙΝΔΙΚΤΟΣ, τ.9ος, σ.336-337)
(Νέος Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐκδ.ΙΝΔΙΚΤΟΣ, τ.9ος, σ.336-337)
Ὀδυνηρό,
πράγματι, τό τέλος τῶν διωκτῶν τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἄς θυμηθοῦμε τό οἰκτρό
τέλος τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτη, ὁ ὁποῖος πεθαίνοντας, ἀνεφώνησε ἐκεῖνο
τό «Νενίκηκάς με, Ναζωραῖε». Ἄς θυμηθοῦμε ἀκόμη ὅσους κατεδίωξαν ἀνελέητα τούς
χριστιανούς μάρτυρες κατά τήν περίοδο τῶν διωγμῶν, ὅπως διαβάζουμε καθημερινά
στά Συναξάρια τῶν Ἁγίων μας...
Αὐτό ἂς τό ἒχουν ὑπ' ὂψιν κυρίως οἱ κυβερνῶντες, ὃταν ἀσκοῦν τήν ἐξουσία...
Αὐτό ἂς τό ἒχουν ὑπ' ὂψιν κυρίως οἱ κυβερνῶντες, ὃταν ἀσκοῦν τήν ἐξουσία...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου