Ἅγιον Ὄρος, Κατουνάκια, 24.6.1969
Ἥ
|
λιος καυτός. Πρέπει νά ἦταν μεσημέρι. Τό
μονοπάτι ἀτελείωτο ἀνεβαίνει... Παρά τήν πείνα καί τήν κούρασί μου συνεχίζω· ἄλλως
τε ποῦ θά μποροῦσα νά κάτσω; Ἀπό τή μιά πλευρά μιά ἐπικίνδυνη ἀπόκρημνη βουνοπλαγιά,
ἀπό τήν ἄλλη ἕνας γκρεμός. Τά Κατουνάκια εἶναι ἕνα ἀπό τά πιό τραχειά καί ἄνυδρα
μέρη τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Μοῦ εἶχαν πῆ: «Ἀπ᾿ ἐκεῖ θά μποροῦσες νά συναντήσεις τούς ἐρημίτες,
πού οἱ περισσότεροι εἶναι τρελοί, βρωμιάρηδες ἤ ἀγροῖκοι, ἀλλ᾿ ἀξίζει τόν κόπο».
Τούς εἶχα ἀπαντήσει ὅτι δέν πήγαινα στό Ἅγιον Ὄρος σάν σέ ζωολογικό κῆπο, γιά νά
παρατηρήσω τά τελευταῖα εἴδη μιᾶς ὑπό ἐξαφάνισι...
Ἐν τούτοις, αὐτήν
τήν ὥρα ἀναρωτιόμουν τί ἔκανα ἐκεῖ, πάνω στό χαλικόστρωτο μονοπάτι πού φαινόταν
νά μήν ὁδηγῆ πουθενά... Ἁπλή περιέργεια; Ἐπιθυμία νά δῶ τόν Θεό σαρκωμένο στά πρόσωπα
τῶν ἀνθρώπων, παρά στά χαρτιά τῶν βιβλίων;...
Τότε ἀντίκρυσα ἕνα
εἶδος καλύβης μέ μιά μικρή ταράτσα. Ἕνας μοναχός στεκόταν ἐκεῖ, ὄρθιος, μέ ἕνα μάλλινο
κομποσκοίνι στό χέρι... Καθώς πλησίαζα, περίμενα μία κίνηση ὀπισθοχωρήσεως ἤ τουλάχιστον
ἐκπλήξεώς του... Ἀλλ᾿ ὄχι· ὁ μοναχός ἀρκεῖτο νά μοῦ χαμογελᾶ. Πολύ ἁπλά ἔβαλε τό
δάχτυλό του στό στόμα του, κάνοντάς με ἔτσι νά καταλάβω ὅτι ἔπρεπε νά μείνω σιωπηλός.
Τό βλέμμα του ἦταν παράξενο. Δέν κατάφερνα νά διακρίνω τό χρῶμα τῶν ματιῶν του,
τῶν χωρίς βάθος ματιῶν του... Καθώς ἄρχιζα νά νιώθω μία ἐλαφριά ζαλάδα, μοῦ ἔκανε
νόημα νά καθίσω. Τότε πῆρε μέ γοργό βῆμα τό μονοπάτι, ἀφήνοντάς με μόνο μου μπροστά
στήν θάλασσα, μπροστά στίς σκέψεις μου, ἀμήχανο μᾶλλον...
Μετά ἀπό μιάμιση
ὥρα, κι ἐνῶ ἤμουν ἐκενευρισμένος ἀπό τήν ἀναμονή καί τήν ἀνησυχία, τόν εἶδα νά ἐπιστρέφη.
Κρατοῦσε στό χέρι του ἕνα κονσερβοκούτι μέ νερό... Τότε κατάλαβα ὅτι, ὅλη αὐτήν
τήν ὥρα, εἶχε περπατήσει κάτω ἀπό τόν καυτό ἥλιο, μόνο καί μόνο γιά νά σβήση λίγο
τήν δίψα μου. Ὅταν μοῦ ἔδινε τό σκουριασμένο κονσερβοκούτι, εἶδα πιά τά μάτια του·
δύο παράξενες ἀβύσσους ὕδατος καί φωτός· ἔκρυβαν ἀγάπη· δέν εἶναι ἡ κατάλληλη λέξι,
κι ὅμως δέν βρίσκω ἄλλη. Ἄρχισα νά πίνω καί, γιά μιά στιγμή, νόμισα πώς δέν θά ξαναδιψοῦσα
ποτέ πιά.
Ἡ μικρότερη πρᾶξι
ἁγνῆς ἀγάπης φαινόταν μεγαλύτερη ἀπό τόν μεγαλύτερο καθεδρικό ναό... Ἐκείνη τήν
ἡμέρα εἰσερχόμουν στόν Χριστιανισμό ἀπό τήν κυρία πόρτα, ἕνα σκουριασμένο κονσερβοκούτι,
τό ἄπειρο μιᾶς καθημερινῆς χειρονομίας...
Χρόνια τώρα, αὐτός
ὁ ἄγνωστος μοναχός, σιωπηλός πάντοτε, δέν παύει νά μοῦ χαμογελᾶ, μιά σκλήθρα ὕδατος
καί φωτός στήν σάρκα τοῦ βίου μου...
Παρίσι 1990
J.Y.Leloyp
(περ. «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ», ἀρ.φ.3, Ἀθήνα
1999)
ΑπάντησηΔιαγραφή(Τό παραπάνω κείμενο –τό σκουριασμένο κονσερβοκούτι– καί τό παρακάτω περιστατικό δίνουν τό στίγμα τῆς ἀβύσσου πού χωρίζει τόν «ἀνατολικό» ἄνθρωπο ἀπό τόν «δυτικό»)
Περιδιαβάζοντας λίγα χρόνια πρίν ἀπό τό 1999, ἀπό μιά ἀκατανόητη περιέργεια, τούς δρόμους τοῦ Παρισιοῦ, ἔγινα μάρτυς μιᾶς ἀπίστευτης εἰκόνας: Σ᾿ ἕνα πολυσύχναστο δρόμο, λίγο πιό μπροστά ἀπό μᾶς, ἕνας ἄνθρωπος ἔπεσε βαρύς στό πεζεδρόμιο. Ὅσοι κινοῦνταν πίσω ἤ δίπλα του τόν προσπέρασαν ἀδιάφορα.
Ἡ ἐνστικτώδης κίνησή μου, τοῦ ἀνατολικοῦ ἀνθρώπου, ἦταν νά σταματήσω γιά νά βοηθήσω τόν πεσμένο ἄγνωστο συνάνθρωπο.
Ὁ συνοδός μου μέ κράτησε ἀπό τό χέρι:
«Δέν εἶναι ἐδῶ Ἑλλάδα. Μή ἀνακατεύεσαι. Θά τόν μαζέψει ἡ ἀστυνομία ἤ κάποιο ἀσθενοφόρο».
Ὁ κόσμος συνέχισε νά τόν προσπερνᾶ καί τό βαρύ κουφάρι περίμενε...τήν ἀστυνομία νά τό περιμαζέψει... Τότε θυμήθηκα τόν Μωϋσῆ μοναχό καί τόν τίτλο τοῦ βιβλίου του: «Ἡ κοινωνία τῆς ἐρήμου καί ἡ ἐρημία τῶν πόλεων» (Ἐκδόσεις «ΤΗΝΟΣ», Ἀθῆναι 1990).
(Σ. Λαγουρός, περ. «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ», ἀρ. φ. 3, Ἀπρ.-Ἰούν. 1999)